- κατολισθαίνει
- κατολισθάνωslippres ind mp 2nd sgκατολισθάνωslippres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… … Dictionary of Greek
ανωμάλουρος — Γένος τρωκτικών της οικογένειας των ανωμαλουριδών, διαδεδομένο στην κεντρική Αφρική. Ο α. έχει μια δερματική πτυχή μεταξύ του κορμού και των άκρων του, το λεγόμενο πατάγειο, η οποία του χρησιμεύει ως ένα είδος αλεξίπτωτου για να πέφτει από την… … Dictionary of Greek